- εκτομις
- ἐκτομίςἐκ-τομίς-ίδος adj. f срезающая, сжинающая
(δρεπάνη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δρεπάνη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκτομίς — ἐκτομίς, η (Α) (θηλ. τού εκτομεύς) η εκτέμνουσα 1. εργαλείο για εκτομές («δρεπάνη ἐκτομὶς καυλῶν» το δρεπάνι που αποκόπτει τους καλαμένιους κορμούς τών φυτών, Ανθ. Παλ.) 2. ἐκτομίς (μήτρα) εκβολάς* Αθήν … Dictionary of Greek
ἐκτομίδα — ἐκτομίς cutting down fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)